ανεπίστροφος

ανεπίστροφος
-η, -ο (AM ἀνεπίστροφος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν πρόκειται να επιστραφεί (για χρήματα)
μσν.
πείσμων, αμετατόπιστος
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν γυρίζει προς τα πίσω
αρχ.
ο αμελής, ο αδιάφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνεπίστροφος — in de An. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστρόφως — ἀνεπίστροφος in de An. adverbial ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίστροφον — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc sg ἀνεπίστροφος in de An. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστρόφου — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστρόφους — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστρόφων — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπιστρόφῳ — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίστροφα — ἀνεπίστροφος in de An. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίστροφοι — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίστρεπτος — ανεπίστρεπτος, η, ο και ανεπίστροφος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση: Την εποχή εκείνη ξέχασέ την, είναι ανεπίστρεπτη. 2. αυτός που δεν επιστρέφεται: Το δάνειο εκείνο μένει ανεπίστρεπτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”