ἀνεπίστροφος — in de An. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρόφως — ἀνεπίστροφος in de An. adverbial ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστροφον — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc sg ἀνεπίστροφος in de An. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρόφου — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρόφους — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρόφων — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστρόφῳ — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστροφα — ἀνεπίστροφος in de An. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστροφοι — ἀνεπίστροφος in de An. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίστρεπτος — ανεπίστρεπτος, η, ο και ανεπίστροφος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση: Την εποχή εκείνη ξέχασέ την, είναι ανεπίστρεπτη. 2. αυτός που δεν επιστρέφεται: Το δάνειο εκείνο μένει ανεπίστρεπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)